σχολέπαυλη

σχολέπαυλη
η, Ν
αγρόκτημα που χρησιμεύει για τη μόρφωση γεωργικών εργατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή + έπαυλις, απόδοση τού γαλλ. fermes ecoles. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωΐα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”